- ἐπιφανεστέρων
- ἐπιφανήςcoming to lightfem gen comp plἐπιφανήςcoming to lightmasc/neut gen comp pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Διονύσια — Κύκλος γιορτών που τελούνταν στην Αττική κατά την αρχαιότητα προς τιμήν του θεού Διονύσου. Οι γιορτές αυτές ήταν τα Κατ’ αγρούς Δ., τα ΑνθεστήριαΛήναια και τα ΜεγάλαΚατ’ άστυ Δ. Τα Κατ’ αγρούς Δ. γιορτάζονταν σε όλους τους δήμους της Αττικής τον… … Dictionary of Greek
αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… … Dictionary of Greek
Καικιλία — (Caecilia, 2oς αι. μ.Χ.). Αγία της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Γεννήθηκε στη Ρώμη από οικογένεια πατρικίων. Ασπάστηκε τον χριστιανισμό κρυφά από τους γονείς της. Αναγκάστηκε να παντρευτεί τον εθνικό Βαλεριανό, τον οποίο κατόρθωσε τελικά να… … Dictionary of Greek
Κίννας — (Cinna). Επώνυμο οικογένειας Ρωμαίων πατρικίων. 1. Γάιος Έλβιος (Gaius Helvius, 1ος αι. π.Χ.). Ποιητής. Ήταν σύγχρονος και φίλος του Κάτουλλου και του Βιργιλίου. Έγραψε ένα μυθολογικό έπος με τον τίτλο Σμύρνα, το οποίο αναφερόταν στον αφύσικο… … Dictionary of Greek
Κομούτος — Επώνυμο οικογένειας στρατιωτικών και επιστημόνων της Ζακύνθου, η οποία είχε περιληφθεί στη Χρυσή Βίβλο του νησιού. 1. Αντώνιος (; – 1726). Σπούδασε νομικά και φιλοσοφία στην Ελβετία και στη Ρώμη, ενώ έγραψε μια πραγματεία με τον τίτλο Ομέγας… … Dictionary of Greek